- αβίγλιστος
- η , ο неохраняемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβίγλιστος — η, ο [βιγλίζω] αυτός που δεν φρουρείται από βίγλα, σκοπιά, αφρούρητος, αφύλαχτος … Dictionary of Greek
αβίγλιστος — η, ο αφρούρητος, αφύλαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)